Σίγουρα έχεις ακούσει και αναρωτιέσαι για την λέξη legit τι σημαίνει; (ή την γράφουν ως λετζιτ) Αν έχεις βρεθεί έστω και μια φορά στα social media, σε ένα βίντεο στο TikTok ή σε μια συνομιλία στα αγγλικά. Τότε θα θες να μάθεις τι είναι με λίγα λόγια και γιατί τη χρησιμοποιούν τόσο πολύ;
Τι σημαίνει legit;
Η λέξη legit είναι συντομογραφία του “legitimate“, που σημαίνει “νόμιμος”, “έγκυρος”, “αληθινός”, ή απλώς… “σοβαρός”. Όταν κάποιος λέει ότι κάτι είναι legit, σου λέει πως είναι αληθινό, αξιόπιστο ή αυθεντικό.
Παραδείγματα:
- “That website is legit.” → Αυτό το site είναι αξιόπιστο, δεν είναι scam.
- “She’s a legit artist.” → Είναι αληθινή καλλιτέχνιδα, όχι τυχαία.
- “Is this deal legit?” → Είναι αυτή η προσφορά όντως σοβαρή ή θα την πατήσω;
Που να την χρησιμοποιήσεις;
Είναι ιδανική λέξη για να δείξεις ότι κάτι δεν είναι ψεύτικο, υπερβολικό ή απατηλό. Μπορείς να τη χρησιμοποιήσεις για άτομα, προϊόντα, καταστάσεις ή ακόμα και συναισθήματα.
- “This pizza is legit delicious!” = Αυτή η πίτσα είναι πραγματικά νόστιμη!
- “He’s legit mad.” = Είναι όντως θυμωμένος, δεν το παίζει.
Γιατί να τη βάλεις στο λεξιλόγιό σου;
Είναι σύντομη, cool και πολύ σύγχρονη. Αν μιλάς αγγλικά ή βλέπεις αγγλικό περιεχόμενο, θα τη συναντάς συνέχεια. Και όταν τη λες κι εσύ, φαίνεσαι πιο “μέσα στα πράγματα”, πιο updated.
Προσοχή όμως:
Το legit (λετζιτ) είναι πιο καθημερινό και ανεπίσημο. Δεν θα το έγραφες σε επίσημη αναφορά ή σε σχολική εργασία. Είναι όμως τέλειο για casual ομιλία, social media, ή χαλαρές συνομιλίες.
Με λίγα λόγια…
Η λέξη legit σημαίνει ότι κάτι είναι αυθεντικό, πραγματικό ή αξιόπιστο. Είναι εύκολη στη χρήση, σου δίνει στυλ και βοηθάει να εκφραστείς πιο άνετα στα αγγλικά. Την επόμενη φορά που θα δεις ή θα ακούσεις “legit”, θα ξέρεις ακριβώς τι παίζει και μπορείς να την πεις κι εσύ χωρίς φόβο.